- οστράκιο(ν)
- το (Α ὀστράκιον) [όστρακον]νεοελλ.ζωολ. γένος πλεκτόγναθων ιχθύων τής οικογένειας ostraciontidae, τών οποίων το σώμα καλύπτεται από ένα σκληρό περίβλημα που αφήνει ελεύθερα μόνον τα μάτια, το στόμα και τα πτερύγιααρχ.1. υποκορ. μικρό όστρακο2. οστρακόδερμο («ὀστρακίων δὲ κοχλίαι μεγάλοι», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.