οστράκιο(ν)

οστράκιο(ν)
το (Α ὀστράκιον) [όστρακον]
νεοελλ.
ζωολ. γένος πλεκτόγναθων ιχθύων τής οικογένειας ostraciontidae, τών οποίων το σώμα καλύπτεται από ένα σκληρό περίβλημα που αφήνει ελεύθερα μόνον τα μάτια, το στόμα και τα πτερύγια
αρχ.
1. υποκορ. μικρό όστρακο
2. οστρακόδερμο («ὀστρακίων δὲ κοχλίαι μεγάλοι», Στράβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οστράκιο — (ostracion). Γένος ψαριών της οικογένειας των οστρακιονίδων. Τα είδη ο. το ρινοφόρο, ο. το τριγωνικό, και ο. το τετράκερο ζουν στη Μεσόγειο. Κανένα από αυτά τα είδη δεν ξεπερνάει σε μήκος τα 50 εκ. Το ο. ονομάζεται έτσι γιατί έχει σώμα σκεπασμένο …   Dictionary of Greek

  • όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”